- ροκφόρ
- το ακλ. ροκφόρ (сорт сыра)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ροκφόρ — το, Ν άκλ. ειδικός τύπος γαλλικού τυριού που φέρει στο εσωτερικό του μύκητες τού γένους πενικίλλιο, το οποίο παρασκευάζεται από πρόβειο γάλα και ωριμάζει αποκλειστικά σε υπόγειους χώρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. τοπωνύμιο Roquefort] … Dictionary of Greek
ροκφόρ — το (λ. γαλλ.), άκλ., είδος γαλλικού τυριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπηλιά — Λέγεται και σπήλαιο. Φυσική υπόγεια κοιλότητα, που συγκοινωνεί με την επιφάνεια με κάποιο άνοιγμα ή είναι εντελώς κρυμμένη κάτω από αυτή. Η δημιουργία της οφείλεται πολλές φορές στις μεταπτώσεις του φλοιού της γης, στην επίδραση των κυμάτων κοντά … Dictionary of Greek